πλατσούρισμα

πλατσούρισμα
και πλατσάρισμα, το, Ν [πλατσουρίζω]
(κυρίως σχετικά με τα μικρά παιδιά) το βούτηγμα και τα παιχνίδια με τα νερά, και κυρίως τα λασπόνερα, το τσαλαβούτημα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”